- ξέμπλεγμα
- το [ξεμπλέκω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμπλέκω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσκάλωμα — το [ξεσκαλώνω] 1. απελευθέρωση πράγματος που είναι σκαλωμένο ή που έχει μπλεχτεί με ένα άλλο 2. το ξέμπλεγμα, το ξεμπέρδεμα από μία δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση … Dictionary of Greek
τσατσάρα — η, Ν 1. χτένα με αραιά δόντια για το ξέμπλεγμα τών μαλλιών 2. μικρή χτένα τσέπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zazzara] … Dictionary of Greek
τσουγγράνα — και τσουγκράνα και τζουγγράνα και τζουγκράνα και ζουγκράνα, η, Ν 1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια, προσαρμοσμένα στο άκρο ξύλινου στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τού χώματος τών κήπων από πέτρες και άλλα άχρηστα… … Dictionary of Greek